μεσάντρα

μεσάντρα
η
μεγάλη εντοιχισμένη ντουλάπα, όπου τοποθετούνται τα σκεπάσματα του κρεβατιού (κουβέρτες, σεντόνια κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσάντρα — και μισάντρα και μουσάντρα, η 1. μεγάλο εντοιχισμένο ερμάρι που χρησιμεύει για τη φύλαξη κλινοσκεπασμάτων 2. μαντρότοιχος ο οποίος χωρίζει δύο αυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον «ύψωμα, πρόχωμα»). Κατ άλλους, από τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • μουσάντρα — η βλ. μεσάντρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”